ιδρυτικός

ιδρυτικός
η , ό[ν]
1) учредительский;

τα ιδρυτικά μέλη τού συλλόγου — члены-учредители общества;

ιδρυτικό κέρδος — учредительская прибыль;

2) учредительный;

ιδρυτικό συνέδριο — учредительный съезд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιδρυτικός" в других словарях:

  • ιδρυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ίδρυση ή στον ιδρυτή («ιδρυτικό στέλεχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ιδρυτικός — ή, ό αυτός που παίρνει μέρος στην ίδρυση ή έχει σχέση με την ίδρυση: Ιδρυτικά μέλη ενός συλλόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»